- Γοργίειος
- Γοργίειοςof Gorgiasmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γοργίειος — α, ο (Α γοργίειος, ον) [Γοργίας] 1. αυτός που ανήκει στον Γοργία ή μιμείται το ύφος του 2. φρ. «γοργίεια σχήματα» περίτεχνα λεκτικά παιχνίδια με ηχητικά σχήματα και προτάσεις που βαίνουν παράλληλα και αντιθετικά … Dictionary of Greek
Γοργίειον — Γοργίειος of Gorgias masc/fem acc sg Γοργίειος of Gorgias neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργιείοις — Γοργίειος of Gorgias masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργιείους — Γοργίειος of Gorgias masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργίεια — Γοργίειος of Gorgias neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)